- επηρεαστικός, -ή
- -ό, επίρρ. -ά που γίνεται για επηρεασμό, που μπορεί να επηρεάζει, ο ικανός και κατάλληλος να ασκεί επήρεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπηρεαστικός — insolent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επηρεαστικός — ή, ό (AM ἐπηρεαστικός, ή, όν) [επηρεαστής] μσν. νεοελλ. ο κατάλληλος, ικανός να επηρεάζει μσν. (στον πληθ. ως ουσ.) οι ἐπηρεαστικοί οι σχετικοί με την επιβολή φορολογίας αρχ. 1. υβριστικός, ταπεινωτικός 2. δόλιος, προμελετημένος … Dictionary of Greek
ἐπηρεαστικά — ἐπηρεαστικός insolent neut nom/voc/acc pl ἐπηρεαστικά̱ , ἐπηρεαστικός insolent fem nom/voc/acc dual ἐπηρεαστικά̱ , ἐπηρεαστικός insolent fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεαστικώτερον — ἐπηρεαστικός insolent adverbial comp ἐπηρεαστικός insolent masc acc comp sg ἐπηρεαστικός insolent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεαστικόν — ἐπηρεαστικός insolent masc acc sg ἐπηρεαστικός insolent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεαστική — ἐπηρεαστικός insolent fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεαστικῶς — ἐπηρεαστικός insolent adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)